- μεθοκόπι
- τοβλ. μεθοκόπημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-κόπι — β συνθετικό παρασύνθετων ονομάτων από ρ. σε κοπώ* (πρβλ. ιδρο κόπι < ιδρο κοπώ) ή από ουσ. σε κόπος* ή, σπανίως, σε κοπή (πρβλ. βωλο κόπι < βωλο κόπος, γιδο κόπι < γιδο κοπή). Τα μεταρρηματικά παρ. δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια τού… … Dictionary of Greek
γιδοκοπή — και γιδοκόπι, το κοπάδι γιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. γιδοκοπή < γίδα + κοπή «κοπάδι» γιδοκόπι < γίδα + κόπι* (πρβλ. μεθοκόπι, φωνοκόπι)] … Dictionary of Greek
κρασοβόλι — το (Μ κρασοβόλιον και κρασοβόλιν) ποσότητα κρασιού που συνοδεύει το γεύμα τών μοναχών στα μοναστήρια νεοελλ. 1. κρασί 2. άφθονη πόση κρασιού, μεθοκόπι μσν. κρασοπότηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + βόλι(ν) (< βόλιον < βόλος < βάλλω), πρβλ.… … Dictionary of Greek
κρασοκατάνυξη — η 1., ιδιόρρυθμη ψυχική κατάσταση που προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση κρασιού 2. μεγάλη οινοποσία, μεθοκόπι, που γίνεται, κατά κάποιο τρόπο, με θρησκευτική κατάνυξη … Dictionary of Greek
κρασοπότι — το μεγάλη κατανάλωση κρασιού, οινοποσία, μεθοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + πότι (< ποτό), κατά το φαγο πότι] … Dictionary of Greek
μεθοκόπημα — και μεθοκόπι, το [μεθοκοπώ] συχνή και υπερβολική οινοποσία, μπεκρούλιασμα … Dictionary of Greek
σβανάρισμα — και σβάνισμα, το, Ν [σβανάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σβανάρω, μπεκρούλιασμα, μεθοκόπι … Dictionary of Greek
μεθοκόπημα — το, ατος και μεθοκόπι, το ιού, το συχνό και υπερβολικό μεθύσι: Αιτία για το ατέλειωτο μεθοκόπημά του ήταν η μοναξιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)